εθελούσιος

εθελούσιος
ία , ον добровольный;

εθελούσιοςία κατάταξις στρατιωτών — запись, набор добровольцев


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εθελούσιος" в других словарях:

  • ἐθελούσιος — voluntary masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εθελούσιος — α, ο (AM ἐθελούσιος, α, ον) εκούσιος, αυτοπροαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εθέλ ων κατά το πρότυπο τού εκούσιος] …   Dictionary of Greek

  • ἐθελουσίων — ἐθελούσιος voluntary fem gen pl ἐθελούσιος voluntary masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελουσίως — ἐθελούσιος voluntary adverbial ἐθελούσιος voluntary masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελούσιον — ἐθελούσιος voluntary masc acc sg ἐθελούσιος voluntary neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελουσίοις — ἐθελούσιος voluntary masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελουσίου — ἐθελούσιος voluntary masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελουσίους — ἐθελούσιος voluntary masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελουσίῳ — ἐθελούσιος voluntary masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελούσια — ἐθελούσιος voluntary neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθελούσιαι — ἐθελούσιος voluntary fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»